κολυμβηταί

κολυμβηταί
κολυμβητής
diver
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • υδροκολυμβηταί — οἱ, Α (κατά τον Πολυδ.) «κολυμβηταὶ ὕφυδροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κολυμβητής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”